- καταιόνησις
- καταιόνησιςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταιονήσει — καταιόνησις fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταιονήσεϊ , καταιόνησις fem dat sg (epic) καταιόνησις fem dat sg (attic ionic) καταιονάω pour upon aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) καταιονάω pour upon fut ind mid 2nd sg (attic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταιονήσεις — καταιόνησις fem nom/voc pl (attic epic) καταιόνησις fem nom/acc pl (attic) καταιονάω pour upon aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) καταιονάω pour upon fut ind act 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταιονήσεσι — καταιόνησις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταιονήσεσιν — καταιόνησις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταιόνησιν — καταιόνησις fem acc sg καταιονάω pour upon pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικαταιόνησις — ἐπικαταιόνησις, ἡ (Α) νέα καταιόνησις*, επίσχυση νερού, κατάβρεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταιόνησις «κατάβρεξη»] … Dictionary of Greek
καταιόνηση — η (Α καταιόνησις) νεοελλ. η εξακόντιση κρύου ή θερμού ή εναλλασσόμενης θερμοκρασίας νερού στο σώμα για λόγους υγιεινής ή για θεραπευτικούς σκοπούς, κν. ντους αρχ. η πλύση με θερμό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταιωνῶ. Ως επιστημον. όρος είναι απόδοση τού … Dictionary of Greek
καταιονήσεων — καταιονήσεω̆ν , καταιόνησις fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταιονήσεως — καταιονήσεω̆ς , καταιόνησις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)